- συχαμάρα
- η, Νβλ. σιχαμάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιχαμάρα — και συχαμάρα, η, Ν 1. το αίσθημα τής αηδίας, τής αποστροφής για κάποιον ή για κάτι 2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] … Dictionary of Greek